previous
next

Jacob Briars. Όλα μπλε!

Inspiring Duders

Στο πλαίσιο του παγκόσμιου μεγάλου τελικού του Bacardi Legacy στην Αυστραλία είχα την ευκαιρία να περάσω αρκετές ώρες με έναν από τους σημαντικότερους ανθρώπους στον κόσμο στο χώρο του μπαρ. Τον άνθρωπο που με τον ”Global Director of Trade Advocacy” τίτλο που αναγράφει η κάρτα του νομίζεις πως θα συναντήσεις έναν τύπο με τρομακτικά βαρετή δουλειά γραφείου. Στην πραγματικότητα, ο Jacob Briars, είναι ένας από τους πιο δουλευταράδες του χώρου, ταξιδεύει ασταμάτητα και πρακτικά δημιουργεί και εκπαιδεύει όλους τους global brand ambassadors για το portfolio της Bacardi group.  Με βραβεία και αναγνωρίσεις από όλο τον κόσμο είναι σίγουρα ο ιδανικός για να εμπνεύσει επαγγελματίες του χώρου.

Η συνέντευξη που ακολουθεί είναι μία μέρα πριν από τον μεγάλο τελικό του Bacardi Legacy.

 

BitterBooze : Έμαθα πως είσαι ο μοναδικός μπαρτέντερ στον κόσμο που τον έχουν ευχαριστήσει σε ομιλία Όσκαρ. Θες να μας πεις δυο λόγια για αυτή την ιστορία;

Jacob Briars : (Γελάει) Φαντάζομαι γνωρίζεις τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Αυτή λοιπόν η ταινία έχει γυριστεί στη Νέα Ζηλανδία από όπου κατάγομαι. Εκεί ξεκίνησα να δουλεύω στα μπαρ. Στην αρχή δούλευα μόνο τα Σαββατοκύριακα γιατί τις άλλες μέρες προσπαθούσα να γίνω δικηγόρος. Έτσι λοιπόν έγινα φίλος με όλα τα “Χόμπιτ” της ταινίας, όπως ο Ελάιζα Γούντς, αλλά και με τον Ορλάντο Μπλουμ και τον Ίαν Μακ Κάλαν. Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα των Όσκαρς τα οποία και σάρωσε ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, με τόσες πολλές ευχαριστήριες ομιλίες ξέμειναν από πρόσωπα να ευχαριστήσουν, εξαντλήθηκαν οι συντελεστές. Έτσι ο Ελάιζα ξεκινάει το λόγο του αναφέροντας το μπαρ μου και λέγοντας πως «αν είστε στην Νέα Ζηλανδία πηγαίνετε στο μπαρ που εργάζεται ο Τζέικομπ και πιείτε από μας. Ευχαριστούμε πολύ Τζέικομπ για όλα τα ποτά των τελευταίων χρόνων, δεν θα μπορούσαμε να τα καταφέρουμε χωρίς εσένα!» Οι φίλοι μου τρελάθηκαν, με έπαιρναν τηλέφωνο και με ρωτούσαν αν είδα τα Όσκαρ!

 

 

BB: Ποιους μπαρτέντερ θεωρείς ιδανικό πρότυπο για τους υπόλοιπους;

 JB: Κοίτα, η Ώντρι Σόντερς και η Τζούλι Ράινερ, από το Clover Club και το Pegu Club, είναι τεράστιες μορφές. Ο Στιβ Σνάιντερ από τη νεότερη γενιά, είναι ένας πολύ μεγάλος δουλευταράς, δείχνει τι πραγματικά μπορεί να κάνει κάποιος με σκληρή δουλειά. Η προσωπική του ιστορία και μόνο μπορεί να εμπνεύσει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ο Στιβ έχει αρπάξει και την παραμικρή ευκαιρία και με τα δυο του χέρια και την έχει εκμεταλλευτεί στο έπακρο. Επίσης, ο Τομ Ουόκερ, ο περυσινός νικητής του Λέγκασι, είναι άλλο ένα παράδειγμα μπάρμαν που έχει δουλέψει πολύ για να πετύχει αυτά που έχει πετύχει. Εργάστηκε σκληρά για 12 μήνες στο Λέγκασι, κέρδισε, και εκτός από την δημοσιότητα και όλα αυτά που αποκόμισε από τον διαγωνισμό, πλέον βρίσκεται σαν μάνατζερ στην Νέα Υόρκη. Και όλα αυτά μέσα σε ένα χρόνο!

Αλλά και ο Κρις Μουρ με τον Άγκο Περόνε, κλασσικοί Λονδρέζοι ξενοδοχειακοί μπαρτέντερ, όπως και ο Άλεξ Κρατίνα. Η Αγία Τριάδα των λονδρέζικων ξενοδοχείων. Θα μπορούσαν πολύ εύκολα να κρατούσαν το επίπεδο στα ξενοδοχεία τους σταθερό και να βασιστούν στο κέρδος που αποκομίζουν από τα κοκτέιλ των 25 λιρών. Όλοι όμως προσπαθούν να μοιάσουν και να φτιάξουν παρόμοια πράγματα με αυτά που βλέπουν σε αυτά τα τρία ξενοδοχεία, αλλά η μεγάλη διαφορά που κάνει αυτούς τους τρεις να ξεχωρίζουν, είναι ακριβώς το ότι αντί να επαναπαύονται στη δημοσιότητα τους, ανεβάζουν συνεχώς τον πήχη ακόμα ψηλότερα παρουσιάζοντας νέα πράγματα! Και όλα αυτά, διατηρώντας και ένα πολύ ταπεινό σέρβις που σου κάνει ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση όταν προέρχεται από τους μπάρμαν τόσο εμβληματικών ξενοδοχείων.

 

BB: Νέα Υόρκη ή Λονδίνο;

JB: (Γελάει) Το θέμα με αυτές τις δύο πόλεις είναι πως μοιάζουν με μια ιπποδρομία. Ανταγωνίζονται μεταξύ τους και, κάθε φορά που λες πως κάποια από τις δύο υπερτερεί βλέπεις μετά από λίγο διάστημα πως η άλλη βγήκε μπροστά. Και το ανάποδο. Και βέβαια αυτό μπορεί να αφορά και μεμονωμένα μπαρ. Όπως για παράδειγμα γίνεται τελευταία με το Dead Rabbit της Νέας Υόρκης και το Artesian του Λονδίνου.

Αν παρόλα αυτά επιχειρούσα να κάνω μία σύγκριση θα έλεγα πως το Λονδίνο είναι πιο δημιουργικό και θεατρικό, αλλά στη Νέα Υόρκη υπάρχει περισσότερη ενέργεια.

"Το Λονδίνο είναι μια πόλη που της αρέσουν τα κοκτέιλ, αλλά η Νέα Υόρκη είναι μια πόλη-κοκτέιλ."

Εννοώ πως τα κοκτέιλ πρωτοφτιάχτηκαν στην Νέα Υόρκη και μεγάλωσαν εκεί και τελικά δεν μπορείς να φανταστείς την πόλη αυτή χωρίς κοκτέιλ μπαρ. Ενώ για παράδειγμα παρόλο που το Λονδίνο έχει συγκλονιστικά κοκτέιλ, μπορείς να πεις ότι μια μέρα μπορεί να μείνει μόνο με τις παμπ του και να μην υπάρξει κανένα πρόβλημα. Αισθάνομαι πολύ τυχερός που περνώ τις περισσότερες ημέρες του χρόνου σε αυτές τις δύο πόλεις και φυσικά σκέφτομαι πόσο συγκλονιστικά είναι τα χρόνια που ζούμε, έχοντας να επιλέξουμε ανάμεσα σε τόσο καλά μπαρ.

 

BB: Σόσιαλ μίντια και μπαρ;

JB: Κοίτα, εγώ ξεκίνησα το μπαρ σε μια πόλη των 180.000 κατοίκων. Ήμουν ο καλύτερος μπάρμαν της πόλης μου. Και νομίζω πως αυτό που πίστευα ήταν χειρότερο σε σχέση με το τι πιστεύουν οι νέοι μπαρτέντερ. Που με τα σόσιαλ μίντια έρχονται σε επαφή με χιλιάδες μπαρτέντερ από όλον τον κόσμο. Ξεχνούν αυτό που πίστευα εγώ, πως είμαι “γαμάτος”, και βλέπουν ότι υπάρχουν κι άλλοι “γαμάτοι” στον κόσμο και θέλουν να γίνουν ακόμα καλύτεροι. Δημιουργεί θετικώς εννοούμενο ανταγωνισμό λοιπόν όλο αυτό.

Αλλά βέβαια, υπάρχει και κόσμος που λέει πως «εγώ δε θέλω να ασχολούμαι με τα σόσιαλ μίντια και θέλω μόνο να ασχολούμαι με τους καλεσμένους μου», κάτι που είναι αποδεκτό. Το θέμα είναι πως χρησιμοποιείς τα σόσιαλ μίντια, κάτι που αποτελεί γενικά κομμάτι της εποχής μας. Εάν δηλαδή σε ενδιαφέρει μόνο πως θα γίνεις διάσημος στα σόσιαλ μίντια και όχι πώς να εξυπηρετήσεις τους καλεσμένους σου, τότε ναι, αυτό είναι πρόβλημα.

 

BB: Νομίζεις όμως πως μπορούν οι τωρινοί μπαρτέντερ να ανταπεξέλθουν στην πίεση και στην προσοχή από τα μίντια; Νομίζεις πως μπορούν να διαχειριστούν όλη αυτή τη δημοσιότητα;

JB: Υπάρχει ένα αστείο που λέμε μεταξύ μας: Οι μπαρτέντερ είναι ροκ σταρ που απλά δε θέλουν να κάνουν εξάσκηση. Έτσι, λατρεύουν να βρίσκονται στη σκηνή και έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, έτσι πιστεύω πως όχι μόνο μπορούν να ανταπεξέλθουν στην έκθεση αλλά την καλοδέχονται κιόλας.

 

BB: Οι μπαρτέντερ έχουν αλλάξει από ότι ήταν πριν δέκα χρόνια;

JB: Ξεκάθαρα! Αλλά το αστείο είναι πως έχουν αλλάξει και οι πελάτες! Παλιά, οι μπαρτέντερ μπορεί να συζητούσαν με τους πελάτες τους για το πώς οι Yankees κέρδισαν το προηγούμενο βράδυ ή για το ποιος παντρεύτηκε από τη γειτονιά. Όλα ήταν σε έναν πολύ στενό κύκλο. Τώρα, εκτός του ότι ταξιδεύουν οι μπαρτέντερ, ταξιδεύουν και οι πελάτες. Ένας μπαρτέντερ από ένα ξενοδοχείο ή από ένα σοβαρό κοκτέιλ μπαρ σερβίρει πολύ συχνά πολυταξιδεμένους πελάτες και έτσι πρέπει να είναι και εκείνος πολύ καλά εκπαιδευμένος και με γνώσεις που να ξεπερνούν τα στενά όρια της πόλης του. Οι σύγχρονοι μπαρτέντερ πρέπει να ταξιδεύουν. Παλιά οι μπαρτέντερ ήταν εξομολογητές, οικοδεσπότες και έπρεπε να κάνουν και καλά ποτά, αλλά σήμερα πρέπει να είναι όλα αυτά και επιπλέον να παίζουν και το ρόλο του Lonely Planet. Να μπορούν να προτείνουν ένα μπαρ στο Σύδνεϋ γιατί ο καλεσμένος τους θα ταξιδέψει εκεί την επόμενη εβδομάδα ή να συμφωνήσουν στο ποιο είναι το καλύτερο μπαρ του Δουβλίνου ή του Μπουένος Άιρες.

 

BB: Είσαι γνωστός στην παγκόσμια κοινότητα σαν ο Κύριος Μπλε! Είναι το μπλε το αγαπημένο σου χρώμα ή είναι κάτι παραπάνω; Πες μας μερικά πράγματα σχετικά.

JB: Είμαι γνωστός για πολλά πράγματα. Όπως για το ότι αγαπάω τη βότκα, που οι περισσότεροι στην βιομηχανία των ποτών μισούν, αλλά και για το ότι αγαπώ τα μπλε ποτά. Ίσως επειδή στην αρχή της δεκαετίας του ’00 ξαφνικά όλοι σοβάρεψαν. Πήγαινες σε μπαρ στη Νέα Υόρκη και ζήταγες βότκα και σου έλεγαν πως δεν έχουν! Έτσι και με τα κοκτέιλ. Ξαφνικά όλοι ήθελαν να φτιάχνουν και να πουλάνε ποτά από το 1800. Έτσι απέρριπταν οτιδήποτε τα προηγούμενα χρόνια ήταν δημοφιλές. Όχι σκωτσέζικο ουίσκι, ας πιούμε ουίσκι από σίκαλη. Τεκίλα; Μπα, ας πιούμε Μεσκάλ, είναι πιο κουλ. Και παρόμοιες περιπτώσεις. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, του να γίνουμε λιγότερο σοβαροί, μου αρέσουν τα μπλε ποτά. Και βέβαια, κάθε φορά που σερβίρεις ένα μπλε κοκτέιλ σε έναν καλεσμένο σου εκείνος γελά. Αυτό είναι το σημαντικότερο πιστεύω. Η χαρά.

 

BB: Θες να μας πεις και για την περιβόητη μάσκα σου;

JB: (Γελάει) Θα σου πω. Όταν «τρέχαμε» τον διαγωνισμό της βότκας 42 Below στη Νέα Ζηλανδία είχαμε συμμετέχοντες μπαρτέντερ από όλον  τον κόσμο, που συνήθως ερχόντουσαν, οι περισσότεροι τουλάχιστον, μέσω Λονδίνου σε μια τεράστια πτήση με τρομακτικό τζετ λαγκ. Τους είχαμε πάρει λοιπόν αυτούς, κατευθείαν από το αεροδρόμιο και τους πήγαμε για μπάντζι τζάμπινγκ για να καταπολεμήσουν το τζετ λαγκ τους. Εγώ λοιπόν, σαν οικοδεσπότης, έπρεπε να το κάνω πρώτος, αλλά είχα τρομοκρατηθεί! Τόσο πολύ που ούτε κάτω δεν μπορούσα να κοιτάξω και φυσικά δεν μπορούσα να γίνω και ρεζίλι στους άλλους. Έτσι, και για να μην βγω στην κάμερα που σε τραβάει καθώς πέφτεις, κλαίγοντας, έβαλα τη μάσκα. Και φυσικά για να μη βλέπω… Από τότε την παίρνω πάντα μαζί μου.

 

BB: Ποια βλέπεις αυτή τη στιγμή τη πιο “μοδάτη” καινοτομία στο μπαρ;

JB: Πολύ δύσκολη ερώτηση. Νομίζω πως η επόμενη τάση εστιάζεται στα πιο απλά ποτά. Ποτά με λίγα συστατικά, δύο με τρία το πολύ, που δημιούργησαν τα πιο κλασσικά κοκτέιλ. Όπως το Ντάικιρι, το Νεγκρόνι, το Ελ Πρεζιντέντε. Ποτά που τα φτιάχνεις γρήγορα και εύκολα αλλά που είναι συγκλονιστικά.

 

BB: Αυτή τη στιγμή εσύ εκπαιδεύεις τους brand ambassadors. Τι χρειάζεται για να γίνει κάποιος brand ambassador;

JB: Νομίζω πάθος, ενθουσιασμό και διαθεσιμότητα.

 

BB: Πάθος για την εκάστοτε μάρκα ή πάθος γενικά;

JB: Θα έλεγα και τα δύο. Και για το εκάστοτε ποτό αλλά και γενικά για τη βιομηχανία και το πίνειν συνολικά. Βέβαια το πάθος για το brand μπορούμε να το χτίσουμε εμείς. Αρκεί να μην κάνεις αίτηση για brand ambassador ρουμιού και το αγαπημένο σου ποτό είναι η τεκίλα για παράδειγμα (γέλια). Σίγουρα όμως χρειάζεται να είσαι δουλευταράς και συγκεντρωμένος. Και φυσικά να σου αρέσει το ποτό και να βγαίνεις έξω και να μιλάς για αυτό! Να σου αρέσει η ζωή στα μπαρ. Όλα τα άλλα στα μαθαίνουμε εμείς…

 

BB: Και ποιος θα γίνει καλύτερος brand ambassador, ένας πρώην μπαρτέντερ ή ένας πρώην marketeer;

JB: Ένας πρώην μπαρτέντερ. Αν και έχουμε εξαιρετικά παραδείγματα και από ανθρώπους που δεν ήταν μπάρμαν, όπως ο Ιαν Μπιουρέλ που πριν γίνει ambassador ήταν μπασκετμπολίστας και σταρ του R&B και απλά αγαπούσε το ρούμι. Ή ο Άνγκους Ουίντσεστερ και ο Σάιμον Φορντ που ήταν μόνο για ένα χρόνο μπαρτέντερ. Δεν είναι απαιτούμενο να είσαι καλός μπαρτέντερ, αλλά βοηθά. Υπήρχαν καλύτεροι μπαρτέντερ στη Νέα Ζηλανδία από μένα, απλά εγώ ήμουν καλύτερος στο να μιλάω.

 

BB: Πως βλέπεις το φετινό Λέγκασι;

JB: Τα στάνταρ κάθε χρόνο ψηλώνουν, κάτι που βρίσκω συναρπαστικό! Επιπλέον, πιο παλιά έβλεπες ποτά μόνο από τις παραδοσιακές «δυνάμεις» του ποτού, τη Γερμανία, την Αγγλία, αλλά τώρα βλέπεις πως βγαίνουν συναρπαστικά ποτά και από χώρες που δεν είχαν κουλτούρα στο κοκτέιλ. Για μένα αυτό είναι πολύ σημαντικό. Και βέβαια, κάτι πολύ όμορφο είναι και το γεγονός πως πλέον βλέπουμε κοκτέιλ που έχουν ενσωματώσει στοιχεία από την κάθε χώρα, όπως το ποτό του Λιβάνου με τη μαστίχα και το ελαιόλαδο.

 

BB: Τζέικομπ σε ευχαριστούμε πολύ!

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΥΤΟ ΕΓΡΑΨΕ

Ο Γιάννης Κοροβέσης βρίσκεται στο χώρο της εστίασης εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια, προσεγγίζοντας την πολύπλευρα. Πρώην μπαρτέντερ, ιδρυτής του Bitterbooze.com, το οποίο μετρά ήδη έντεκα συναπτά έτη, βασικός εισηγητής...
ΔΙΑΒΑΣΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ

"Jacob Briars. Όλα μπλε!"

Inspiring Duders

Δημοσιεύτηκε στις 17/06/2015