previous
next

Κλειδωμένα μυαλά

Αλκοολη

Εγώ δεν κάνω διακρίσεις. Ψέματα. Κάνω. Προσπαθώ όμως να μην κάνω. Πρόθεσή μου, είναι να μην κάνω. Και δεν αναφέρομαι σε φυλές ή καταγωγή, ούτε σε φύλο. Αυτά εννοούνται, κι αν όχι, πάρε τον πούλο από αυτό το κείμενο, πάρε τον πούλο από κοντά μου. Προσπαθώ λέω, να μην κάνω διακρίσεις απέναντι σε ανθρώπους που τους έχει ήδη κατατάξει η κοινωνία μας, είτε λόγω δουλειάς, είτε λόγω ικανοτήτων. Δεν θεωρώ για παράδειγμα ότι η γυναίκα που κάθε τόσο κάνει τις δουλειές του σπιτιού μου, είναι κάτι λιγότερο από ένας εργαζόμενος. Δεν θεωρώ ότι ο σερβιτόρος είναι κάτι λιγότερο από το μπάρμαν. Δεν θεωρώ πως εγώ, έχω περισσότερο δικαίωμα να περπατώ στο πεζοδρόμιο από κάποιον με καροτσάκι.

Θα σας πω μια βαρετή ιστορία, και να με συγχωράς Γιάννη Κοροβέση που δεν έχει άμεση σχέση με το ποτό. Πρόσφατα μετακόμισα από το Κολωνάκι στο Παγκράτι. Ήταν απαραίτητο ­­για μένα και τη Δάφνη –όχι, δεν περιμένουμε παιδί- να αφήσουμε το 50 τετραγωνικών ιδιόκτητο διαμέρισμα στο οποίο μέναμε έξι χρόνια, για ένα νοικιασμένο κατά πολύ μεγαλύτερο. Το σπίτι του Κολωνακίου είχε πολλά καλά. Κάποια επιπλέον, πιο πρακτικά γιατί τέτοιος είναι ο χαρακτήρας μου, είχαμε προσθέσει με δική μου παραίνεση και επιμονή. Πόρτα ασφάλειας για παράδειγμα ή αλουμινένια κουφώματα με διπλά τζάμια και σήτες. Προσθήκες που κάνουν τη ζωή σου καλύτερη και πιο εύκολη.

Ήταν εκ των ων ουκ άνευ ότι θα θέλαμε να συνεχίσουμε να τις έχουμε και στο καινούριο σπίτι, όπως και άλλα πράγματα που θεωρούσαμε κεκτημένα, και προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε η αναζήτησή μας. Τελικά σε ανύποπτη στιγμή βρήκαμε ένα σπίτι, το οποίο βλέποντάς το απέξω ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε χωρίς καν να μπούμε. Μέσα όμως ήταν ανακαινισμένο, επί της ουσίας, με καινούρια κουζίνα και μπάνιο, ωραία διαρρύθμιση, τους χώρους που θέλαμε και το απαραίτητο γκαράζ. Τι δεν είχε; Πόρτα ασφαλείας και κουφώματα αλουμινίου. Διαλέξαμε να το αγνοήσουμε κι ας ξέραμε ότι θα μας δυσκολέψει τη ζωή, κλείσαμε το ντιλ και μετακομίσαμε. Ιδιοκτήτης ένας 88χρονος παππούς, που με το ζόρι περπατάει και με το ζόρι βλέπει –ο ίδιος λέει ότι είναι μια χαρά- αλλά γενικά, καλό ατομάκι. Συνταξιούχος πολιτικός μηχανικός, η γυναίκα του πέθανε πριν κάτι μήνες. Μένει από πάνω μας, από κάτω μας μένει μια κοπέλα, και στον τέταρτο και έσχατο όροφο της παλιάς οικογενειακής πολυκατοικίας, μένουν οι κουνιάδοι του ιδιοκτήτη –ό,τι κι αν σημαίνει αυτός ο άγνωστος σε μένα βαθμός συγγένειας.

Photo by Artemis Tsipi

Ένα βράδυ λοιπόν, που γυρίσαμε σπίτι βρήκα στην πόρτα ένα χαρτί «Παρακαλώ η πόρτα να κλειδώνεται όλο το 24ωρο» Εκείνο το βραδύ, μου ήταν αδύνατο να κοιμηθώ. Μισό μπουκάλι Dalmore ήπια –μα, τι γλυκόπιοτο που είναι το άτιμο. Με άλλα λόγια ο εκνευρισμός μου, μου κόστισε περίπου 25 ευρώ. Σχετικά με το κλείδωμα είχε ήδη γίνει η κουβέντα, είχαμε πει ότι εμείς, ως νεότεροι που γυρνάμε πιο αργά, θα το φροντίζαμε. Είχε δυστυχώς όμως προηγηθεί μια περίπτωση που η παλιά πόρτα με τον ταλαίπωρο σκελετό, δεν έκλεισε τελείως. Φοβερό κακό. Ο γέρος, που όταν χτυπάει το κουδούνι βγαίνει στο μπαλκόνι να δει ποιος είναι, φωνάζοντας «Ποιος είναι;» το είχε πάρει χαμπάρι και, προληπτικά, μου είχε κάνει ένα τηλέφωνο να μου πει ότι θέλει να προσέχουμε.

Το επόμενο πρωί από όταν μπήκε το σημείωμα, τον πήρα τηλέφωνο, και του εξήγησα, ότι είναι υπερβολή να κλειδώνουμε όλο το 24ωρο και ότι εγώ είμαι στο σπίτι όλη μέρα και με δυσκολεύει πολύ στις δουλειές μου. Κατάλαβε ότι ημουν συγχυσμένος, με καθησύχασε και μου ‘πε ότι θα το φροντίσει γιατί ήταν «πρωτοβουλία της κουνιάδας του» Αργότερα, πέρασε από το σπίτι η ίδια η κουνιάδα, χτύπησε το κουδούνι για να κάνει παρατήρηση. Δεν είχε μιλήσει με τον παππού και δεν ήξερε ότι είχα διαμαρτυρηθεί. Της είπα ότι διαφωνώ, μου είπε ότι δεν τη νοιάζει, ότι δεν θέλει να της εξηγήσω, ότι αυτή θα κλειδώνει πάντα, και έφυγε.

 

"Προσπαθώ λέω, να μην κάνω διακρίσεις απέναντι σε ανθρώπους που τους έχει ήδη κατατάξει η κοινωνία μας, είτε λόγω δουλειάς, είτε λόγω ικανοτήτων"

 

Ήπια το άλλο μισό Dalmore. Χαράμι πήγε και τις δύο φορές. Δεν ήταν στιγμές χαλάρωσης, δεν ήταν ένα εξαιρετικό απόσταγμα στο τέλος της μέρας. Ήταν απαραίτητο για να σταματήσω να σκέφτομαι. Την επόμενη μέρα πήγα πάλι στον παππού. Του είπα τι συνέβη, του εξήγησα ότι μάλλον δεν είναι πολύ καλό να το πάμε στην κόντρα το πράμα. Με ξανακαθησύχασε και επιβεβαίωσε ότι εγώ θα μιλάω μόνο μαζί του για τα θέματα της πολυκατοικίας που με απασχολούν. Την επόμενη μέρα έφερε τον τεχνικό να φτιάξει την πόρτα και το σημείωμα αφαιρέθηκε. Κλειδώνουμε πια μετά τις 22.00 όπως αρχικά είχε συμφωνηθεί.

Δεν θέλω να κάνω διακρίσεις. Δεν θέλω να χρειαστεί να ακούσω, ούτε να πω, το «Έλα μωρέ, μεγάλος άνθρωπος είναι» Θέλω να είμαστε ίσοι και να φερόμαστε ως ίσοι. Θέλω να μπορώ να το πω όταν γίνεται κάτι με το οποίο δεν συμφωνώ, άσχετα με τον ποιο έχω απέναντί μου. Δεν κάνω υπομονή για τη μάνα μου, θα κάνω υπομονή για έναν άγνωστο; Τη στάση όμως που θα έχω απέναντί σε κάποιον, τελικά, την καθορίζει αυτός. Ο γηραιός σπιτονοικοκύρης, στα σημαντικά θέματα, ουδέποτε φέρθηκε σα «μεγάλος άνθρωπος» Μου δίνει έτσι την ευκαιρία να μη με πολυνοιάζει η όποια ανοχή χρειάζεται σε άλλα. Στρώνει καλά, και άρα κοιμάται καλά. Η διαβόητη κουνιάδα από την άλλη, παρότι νεότερη, διάλεξε να φερθεί ξεροκέφαλα. Διάλεξε να μουλαρώσει, και παρότι όχι πάνω από 65 χρονών, χρειάστηκε να σκεφτώ «Έλα μωρέ, μεγάλη γυναίκα είναι» για να μην την αρχίσω στα καντήλια, μέρες που ‘ναι.

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΥΤΟ ΕΓΡΑΨΕ

Ο Αχιλλέας Αναστασόπουλος είναι καλό παιδί. Ασχολείται με τα αυτοκίνητα, τις γάτες και το γράψιμο. Επαγγελματίας χομπίστας και ερασιτέχνης δημοσιογράφος, αρθογραφεί στην τελευταία σελίδα του περιοδικού Drive και διατηρεί το...
ΔΙΑΒΑΣΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ

"Κλειδωμένα μυαλά"

Αλκοολη

Δημοσιεύτηκε στις 16/04/2014