Όλη η αλήθεια πίσω από το Blue Curacao και την ιστορία του
Γιαννης Κοροβεσης•Articles
*Updated – 31.08.25
Έγινε σύμβολο μιας ολόκληρης (αλκοολικής) περιόδου. Λατρεύτηκε στα απανταχού μπαρ, εστιατόρια και ξενοδοχεία από τους μπαρτέντερ και τους καλεσμένους τους των δεκαετιών ’70 – ’90. Μια περίοδος που έγινε γνωστή για τα γλυκερά και κιτς ποτά με τα περίεργα ονόματα, τα μακριά καλαμάκια και τις τεράστιες γαρνιτούρες. Και μπορεί ελάχιστοι να γνωρίζουν πως πήρε το όνομα του από το νησί που σύμφωνα με πηγές παράχθηκε για πρώτη φορά, αλλά το Blue Curacao, ουσιαστικά αποτέλεσε μια από τις ελάχιστες αφορμές για να «ακουστεί» το μικρό νησιωτικό κράτος του ολλανδικού Βασιλείου των Κάτω Χωρών.
Το νησί Curacao
Η «ευρωπαϊκή» ιστορία του νησιού Curacao ξεκινά γύρω στο 1500 όταν αποικείται για πρώτη φορά από Ισπανούς. Εκείνοι φέρνουν μαζί τους, μεταξύ άλλων, και σεβιλιάνικα πορτοκάλια για καλλιέργεια. Η προσπάθεια αυτή δεν απέδωσε τους αναμενόμενους καρπούς, κατάφερε όμως να δημιουργήσει ένα υβρίδιο πορτοκαλιών, τα επονομαζόμενα laraha. Αυτά φημίζονται για τα αρωματικά αιθέρια έλαια που βρίσκονται στη φλούδα τους. Τα Citrus × aurantium subsp. currassuviencis, όπως είναι η επιστημονική τους ονομασία, εκτός των άλλων, διέθεταν και πικρή γεύση.
Με την αλλαγή όμως στην καλλιέργεια των πορτοκαλιών στο νησί, ήρθε και η αλλαγή στην κυριαρχία του, ως συνέπεια της λήξης του Ογδοηκονταετή πολέμου και της ανεξαρτητοποίησης της Ολλανδίας από το πάλαι ποτέ ισχυρό βασίλειο της Ισπανίας. Και μπορεί το Curacao να μην αποτέλεσε ποτέ πρώτη επιλογή για τους Ευρωπαίους αποίκους λόγω της έλλειψης σε κοιτάσματα χρυσού, αλλά ανέκαθεν υπήρξε σημαντικό κέντρο εμπορίου, ειδικά από τη στιγμή της δημιουργίας του λιμανιού του Βίλεμσταντ κι έπειτα. Φαίνεται μάλιστα πως, ειδικά οι πειρατές της Καραϊβικής το χρησιμοποίησαν ουκ ολίγες φορές ως βάση και ορμητήριό τους.
Η ιστορία του πρώτου Blue Curacao
Παρόλα αυτά, τα ίχνη των πρώτων προϊόντων εκχύλισης της φλούδας του πορτοκαλιού laraha σε αλκοόλ χάνονται κάπου μεταξύ Curacao και Άμστερνταμ. Στην εμπορική διαδρομή δηλαδή που χρησιμοποιούσε η Dutch West India Company, μία εκ των σημαντικότερων ευρωπαϊκών εμπορικών εταιρειών, στα τέλη του 19ου αιώνα.
Η εταιρεία Bols λέγεται πως διατηρούσε μετοχές στην Dutch West India Company. Ως εκ τούτου, φημολογείται πως έφερε πίσω στην Ολλανδία έλαιο από τη φλούδα των πορτοκαλιών laraha. Κάπως έτσι, έφτιαξε και τα πρώτα Blue Curacao. Μια άλλη όμως εταιρεία, η εβραϊκή Senior & Co, διεκδικεί την πατρότητα των λικέρ. Εκείνη μάλιστα έχει κερδίσει το δικαίωμα αναγραφής της λέξης ‘’genuine’’ στην ετικέτα των λικέρ Curacao της. Πώς προέκυψε και μια εβραϊκή εταιρεία να συνδέεται με ένα λικέρ με ρίζες μεταξύ Καραϊβικής και Ολλανδίας; Μείνετε μαζί μου.
Στα μέσα του 17ου αιώνα, μαζί με τους Ολλανδούς που κατέκτησαν το νησί το 1634, κατέφθασαν και εβραϊκές οικογένειες από την Ιβηρική χερσόνησο, κυνηγημένες από τις διώξεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Αρχικά εγκαταστάθηκαν με την υπόσχεση της θρησκευτικής ελευθερίας. Ίδρυσαν το κοιμητήριο Beth Haim το 1651 και αργότερα, το 1732, την περίφημη συναγωγή Mikvé Israel-Emanuel, την παλαιότερη σε αδιάλειπτη χρήση στον αμερικανικό χώρο. Οι ίδιοι εκείνοι άποικοι στράφηκαν στο εμπόριο, στη ναυτιλία και στις επιχειρήσεις, όταν το έδαφος αποδείχθηκε άγονο για καλλιέργεια. Από εκείνη την κοινότητα ξεπήδησε και η οικογένεια Senior: απόγονοι του Mordechai Senior —γεννηθείς στο Άμστερνταμ το 1620— εγκαταστάθηκαν στο Curacao και πολλά χρόνια αργότερα, το 1896, οι Edgar Senior και Haim Mendes Chumaceiro ίδρυσαν την Senior & Co., το αποστακτήριο που θα χάριζε παγκόσμια φήμη στο λικέρ από τις πικρές φλούδες laraha.
Στη συνηθισμένη διαδικασία παραγωγής των λικέρ Curacao στο νησί, τα πορτοκάλια laraha κόβονται από το δένδρο πριν ακόμα ωριμάσουν. Οι φλούδες τους αφαιρούνται και αποξηραίνονται και εκχυλίζονται σε ουδέτερη αλκοόλη. Στη συνέχεια, αυτή επαναποστάζεται για να συγκεντρώσει το άρωμα και τη γεύση τους. Πριν την εμφιάλωση το προϊόν χρωματίζεται με τεχνητή, κυρίως μπλε βαφή. Και κάπως έτσι, δημιουργείται το ιδιότυπο αυτό λικέρ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Curacao κυκλοφορεί και σε πορτοκαλί, κόκκινο, πράσινο ή ακόμη και διάφανο, με τη γεύση να παραμένει πανομοιότυπη. Η επιλογή του χρώματος δεν έχει να κάνει με τη γεύση αλλά με το οπτικό αποτέλεσμα στο ποτήρι.
Η περιεκτικότητα σε αλκοόλ ποικίλλει ανάλογα τον παραγωγό, αλλά συνήθως τα προϊόντα που τιτλοφορούν ως Blue Curacao κυμαίνονται μεταξύ 20% και 30%, ενώ άλλες εκδοχές Curacao μπορεί να φτάσουν έως και το 40%. Αν και σφραγισμένο μπορεί να διατηρηθεί ακόμη και για μια δεκαετία χωρίς πρόβλημα, μετά το άνοιγμα καλό είναι να καταναλώνεται μέσα σε ένα με δύο χρόνια, καθώς σταδιακά χάνει ένταση και αρώματα. Η φύλαξη σε δροσερό και σκοτεινό μέρος, ή ακόμη και στο ψυγείο, βοηθά στη μεγαλύτερη διάρκεια ζωής του
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, το Blue Curacao έχει γεύση και άρωμα από αυτά τα πικρά πορτοκάλια και μόνο. Άσχετα από το χρώμα του το οποίο ταυτίστηκε και παραπέμπει στην κακόφημη εκείνη εποχή της αναμειγνυολογίας που μαζικοποίησε την αγορά των κοκτέιλ, πλημμυρίζοντας την με πρώτες ύλες κατώτερης ποιότητας και αδιάφορης χρησιμότητας. Ακόμη αναρωτιόμαστε άλλωστε για το λόγο που μπορεί κάποιος να θέλει να πιεί κάτι… μπλέ. Και μην παρασύρεστε από την ατυχή στιγμή του Don Draper στην έκτη σεζόν του Mad Men, όπου του σερβίρουν ένα Blue Hawaii. Ο Don ήταν πάντα οπαδός του καλοφτιαγμένου Old-Fashioned.
Κι επειδή, είμαι σίγουρος πως φθάσατε μέχρι το τέλος του κειμένου για την απάντηση σε ένα και μόνο ερώτημα, «πώς τελικά προφέρεται το Curacao;», έχουμε απάντηση και για αυτό! Στον αγγλοσαξονικό κόσμο το Curacao προφέρεται «ΚΙΟΥ-ΡΑ-ΣΑΟ», ενώ οι λόκαλς, στο ομώνυμο νησί, το προφέρουν «ΚΟΡ-ΣΑΟ»!