Είναι επίσημο: Η σαμπάνια μπορεί πλέον να κυκλοφορεί… γυμνή.
Γιαννης Κοροβεσης•News
Το καψύλιο στη σαμπάνια (coiffe) είναι πλέον προαιρετικό μετά από δύο χρόνια νομικής διαμάχης.
Έπειτα από δύο χρόνια νομικής διαμάχης, μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Comité Interprofessionnel du vin de Champagne (CIVC), της διακλαδικής δηλαδή επιτροπής που ρυθμίζει τα θέματα της σαμπάνιας, το καψύλιο στη σαμπάνια θα είναι πλέον οριστικά προαιρετικό! Και έγινε επίσημο με την απόσυρση της δεύτερης από αυτήν τη νομική διαμάχη. Το αλουμινένιο καψύλιο γνωστό και ως coiffe, που καλύπτει τον λαιμό της φιάλης της σαμπάνιας, τον φελλό και το συρμάτινο κλουβί του (muselet), δεν θεωρείται πια απαραίτητο, καθώς δεν προσφέρει καμία ουσιαστική προστασία στο περιεχόμενο. Η παρουσία του περιορίζεται σε καθαρά αισθητικό ρόλο, ενώ ταυτόχρονα επιβαρύνει σημαντικά το περιβάλλον με τόνους μη ανακυκλώσιμου αλουμινίου κάθε χρόνο. Έτσι, οι παραγωγοί έχουν πλέον τη δυνατότητα να το αφαιρέσουν, ακολουθώντας μια πιο βιώσιμη και σύγχρονη εικόνα για τη σαμπάνια.
Βεβαίως, το Comité Champagne είχε για πολύ καιρό διαφορετική άποψη. Πίστευε ακράδαντα πως οι πωλήσεις της κατηγορίας θα πληγούν, αφού το καψύλιο στη σαμπάνια αποτελεί χαρακτηριστικό της εικόνας της. Έτσι, όταν τον Δεκέμβριο του ’23 η Ε.Ε. απελευθέρωσε τον κανόνα, καθιστώντας μη υποχρεωτική την περιτύλιξη του λαιμού της φιάλης για όλα τα αφρώδη, το Comité Champagne αντέδρασε θεσμικά, κινώντας την κλασική διαδικασία μέσω INAO (Institut National de l’Origine et de la Qualité), του Εθνικού Οργανισμού Προέλευσης και Ποιότητας της Γαλλίας, προκειμένου να διατηρηθεί η υποχρεωτικότητα στο Cahier des Charges της. Δύο χρόνια αργότερα και έπειτα από μελέτη, τα αποτελέσματα της οποίας έγιναν γνωστά πριν λίγες μέρες και έδειξαν πως η απουσία καψυλίου δεν πλήττει την εικόνα και τις πωλήσεις σε επίπεδο κατηγορίας, η διαδικασία αποσύρθηκε.
Βέβαια κάποιοι —νεότεροι, κυρίως— παραγωγοί είχαν ήδη δείξει την προτίμησή τους. Η Emeline De Sloovere (Champagne De Sloovere-Pienne) έγινε το 2023 ο πρώτος παραγωγός που αφαίρεσε το μεταλλικό καψύλιο στη σαμπάνια της και το αντικατέστησε με χάρτινη λωρίδα. Ήταν μια πολύ συγκεκριμένη κίνηση μείωσης του περιβαλλοντικού αποτυπώματος και του προϊοντικού της κόστους. Την ίδια χρονιά, ο Alexandre Lamblot έστειλε τις πρώτες παρτίδες με ‘’bandelette’’, την τυπική χάρτινη ταινία που καλύπτει το φελλό και δύο πλευρές του λαιμού της φιάλης, καταγράφοντας —όπως ο ίδιος δήλωσε— θετικές αντιδράσεις από την αγορά.
Το θεσμικό όργανο της σαμπάνιας από την άλλη, δεν άλλαξε άποψη εν μία νυκτί. Για μήνες υποστήριζε ότι το καψύλιο στη σαμπάνια αποτελεί αναγνωριστικό στοιχείο της κατηγορίας και της «τελετουργίας του ανοίγματός» της. Το πρόσφατο ανακοινωθέν του Comité είναι αποκαλυπτικό: οι καταναλωτές «προτιμούν» το μπουκάλι με καψύλιο, αλλά η απουσία του «δεν ανατρέπει την προτίμηση προς τη σαμπάνια» συνολικά. Με απλά λόγια, υπάρχει ίσως ρίσκο για τον μεμονωμένο παραγωγό, όχι όμως για την ΑΟΠ. Κάτι που προσωπικά με βρίσκει σύμφωνο, τόσο η «ανάγνωση» της έρευνας, όσο και αντίδραση του Comité. Η σαμπάνια δεν μπορεί να εξαρτάται από ένα κομμάτι περιτυλίγματος.
Τώρα, για ποιον παραγωγό μπορεί να έχει ρίσκο, μάλλον για εκείνους που πρωτοστατούν στη μη-υποχρεωτική χρήση του. Εκείνοι πάντως οργανώθηκαν σε μια συλλογικότητα υπό το όνομα ‘’Ça décoiffe en Champagne’’, το οποίο κάνει λογοπαίγνιο με το καψύλιο στη σαμπάνια (coiffe) και τα νερά που τάραξε (décoiffe = αναμάλλιασμα/αναστάτωση) στην κατηγορία.
Το Ça décoiffe en Champagne ξεκίνησε ως συλλογικό αίτημα συγκέντρωσης διαδικτυακών υπογραφών (petition), κατά της υποχρεωτικής χρήσης καψυλίου. Το κάλεσμα υποστηρίχθηκε ενεργά από τον οινοποιό Olivier Horiot, όπως επίσης και από οργανώσεις όπως η Association des champagnes biologiques (ACB), αλλά και από τριάντα περίπου ανεξάρτητους οινοποιούς της περιοχής.
Το καψύλιο στη σαμπάνια «γεννήθηκε» και ξεκίνησε να χρησιμοποιείται τον 19ο αιώνα. Αρχικά ήταν κατασκευασμένο από κασσίτερο και χρησίμευε ώστε να καλύπτει τα ίχνη των οινολασπών στον λαιμό μετά το disgorgement και να «ντύνει» το μπουκάλι σε μια εποχή που η καθαριότητα και η καθαρότητα δεν ήταν και τόσο δεδομένη. Σαφώς, η επινόηση της διαδικασίας του remuage —οι διαδοχικές περιστροφές των φιαλών, με σκοπό τη συγκέντρωση των οινολασπών στον λαιμό της φιάλης— και η εξέλιξη του disgorgement ακύρωσαν σταδιακά τη λειτουργική αξία του καψυλίου. Παρέμειναν, παρ’όλα αυτά το θεατράλε της υπόθεσης και η παραδοσιακή εικόνα της σαμπάνιας. Και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα, όπου βέβαια οι ανάγκες του κόσμου και της κοινωνίας και οι προτεραιότητές τους, σίγουρα έχουν εξελιχθεί διαφορετικά, τοποθετώντας την περιβαλλοντική συνείδηση και το αυξημένο κόστος παραγωγής ψηλότερα από την εικόνα.
Το ίδιο το επαγγελματικό οικοσύστημα της Champagne υπολογίζει την συμβολή του καψυλίου περίπου στο 0,6% των συνολικών εκπομπών της αλυσίδας. Μικρό ποσοστό, αλλά όχι αμελητέο όταν μετράς χιλιάδες τόνους συσκευασίας και όταν η περιοχή υπολογίζει συστηματικά το αποτύπωμά της από το 2002/03. Και βέβαια κάθε γραμμάριο που αφαιρείς από τη συσκευασία αξίζει, ειδικά αν δεν πλήττει την ουσία, αλλά και την αντίληψη περί ποιότητος.
Βέβαια, ας μη γελιόμαστε, τα μεγάλα σπίτια στη Σαμπάνια αμφιβάλλω αν πρόκειται ποτέ να αφαιρέσουν το καψύλιο από τη φιάλη τους, ακόμη κι αν τους επιβαρύνει ακόμη περισσότερο λόγω ποσοτήτων. Για εκείνους αποτελεί κληρονομιά, πρεστίζ και θα πλήγωνε και τον εγωισμό τους αν το αφαιρούσαν «λόγω κόστους». Ο «πειραματισμός», η νέα πιο «καθαρή», πιο χίπστερ εικόνα αφορά περισσότερο τους νέους παραγωγούς, εκείνους που εκ των πραγμάτων μπορούν να είναι και πιο περιβαλλοντικά συνειδητοποιημένοι, ακόμη και πιο ορθολογιστές με τα κόστη. Το σημαντικό είναι πως πλέον δεν υπάρχουν θεσμικοί περιορισμοί στο εναλλακτικό. Υπάρχει χώρος για έξυπνο ντιζάιν, καθαρότερη ταυτότητα και για λίγη ουσιαστική βιωσιμότητα, ειδικά αν αυτή συνδυάζεται και με ακόμη πιο ουσιαστικές κινήσεις, καθώς το καψύλιο —όπως και τα καλαμάκια— δεν αποτελούν το μοναδικό πρόβλημα της βιομηχανίας.
Οι Γάλλοι ορθά υποστηρίζουν τη συνέπεια και την προσήλωση στους κανόνες, για κάθε μία από τις κατηγορίες εθνικών αποσταγμάτων τους, για το κονιάκ, για τα κρασιά, κοκ. Έτσι προστατεύουν και προωθούν τόσο την ίδια την κατηγορία, όσο και τους παραγωγούς της. Πλην όμως, σε θέματα που δεν αφορούν την ποιότητα, μπορούν να είναι πιο ευέλικτοι.
Τελευταία παρατήρηση, με το καπέλο κάποιου που δοκιμάζει και γράφει για τα ποτά εδώ και σχεδόν δυο δεκαετίες: η ποιότητα και η ταυτότητα ενός κρασιού, ενός αποστάγματος, μιας μπίρας ή οποιουδήποτε προϊόντος, δεν κρίνονται από ένα φύλλο αλουμινίου. Αν κάτι κινεί την περιέργεια και τελικά τροφοδοτεί το πληκτρολόγιό μου, αυτό είναι η ελευθερία του παραγωγού να αφηγηθεί τη δική του, προσωπική αισθητική —και με δική του ευθύνη, βεβαίως βεβαίως. Όταν το περιτύλιγμα υπηρετεί το περιεχόμενο, καλώς. Όταν γίνεται βαρίδι, το αφήνεις πίσω.Ό,τι δηλαδή πιστεύω και για το marketing εν συνόλω. Marketing άλλωστε δεν είναι και το καψύλιο στη σαμπάνια;