Έξι Αθηναίοι ονειρεύονται και περιγράφουν το ιδανικό beach bar!
Γιαννης Κοροβεσης•Articles
“All stories should end on a beach. All the good ones do, anyway. Why should this one be any different?” Η κάμερα ακολουθεί μια παραδοσιακή κηδεία σε παραλία στο Μπαλί, όπου η φωτιά ολοκληρώνει την αποτέφρωση και οι στάχτες τοποθετούνται μέσα σε ένα ξύλινο γλυπτό για να παρασυρθούν απαλά από τα κύματα, όσο αυτά τα τελευταία λόγια του Anthony Bourdain συνοδεύουν τον νεκρό στη θάλασσα και εμάς στο φινάλε του Parts Unknown: Indonesia, επεισόδιο που προβλήθηκε λίγους μήνες μετά τον θάνατό του στις 8 Ιουνίου 2018. Λίγες σκηνές νωρίτερα στο ίδιο επεισόδιο, ο Bourdain έπινε ένα κοκτέιλ στο δημοφιλές beach bar ενός resort στο Μπαλί φορώντας τζιν, μαύρο t-shirt και σαγιονάρες, περιτριγυρισμένος από τουρίστες με μαγιό που κάνουν high-five υπό δυνατή μουσική υπόκρουση με καλοκαιρινά μπιτάκια. “I hate Daft Punk”, ακούγεται να μουρμουρίζει ο Bourdain, παίζοντας νευρικά με την ομπρελίτσα του κοκτέιλ του.
Εγώ δεν σιχαίνομαι τους Daft Punk, αλλά σιχαίνομαι το πώς έχει εξελιχθεί το κόνσεπτ της παραθαλάσσιας διασκέδασης στην Ελλάδα και προσπαθώ να θυμηθώ ποια ήταν η τελευταία καλή ιστορία μου που τελειώνει σε μία παραλία, και συγκεκριμένα σε κάποιο beach bar. Η μνήμη μου ανατρέχει στον Αύγουστο του 2021 και στο beach bar στην παραλία Κολυμπήθρα της Τήνου –η τελευταία χρονιά που επισκέφθηκα το νησί όσο η διασκέδαση εκεί ήταν ακόμη βιώσιμη και ευχάριστη. Ένα παλιό Volkswagen βαν και μία μικρή ξύλινη καλύβα που λειτουργούν ως μπαρ, ένα σκίαστρο με λινάτσες να προστατεύει τη μικρή αυτοσχέδια «πίστα» από τον ανελέητο ελληνικό ήλιο, δύο μικρά ηχεία και δύο φίλοι μας DJs —ο Θανάσης και ο Λουκάς— που ανέλαβαν να παίξουν μουσική για ένα χαλαρό μεσημεριανό πάρτι εκεί, εγώ, η Ειρήνη και η Εύα με τα μαγιό μας να χορεύουμε πίνοντας κοκτέιλ με ρούμι και να καταστρώνουμε ένα μελλοντικό τουρ σε Κίμωλο, Κόσοβο και Τήνο με μία ζάντα και ένα σαλάμι στο πορτμπαγκάζ (το ρούμι μπορεί να γεννήσει ιδέες που ίσως κάποτε γίνουν οι καλύτερες ιστορίες), η Ναυσικά να λικνίζεται δίπλα μας έχοντας δέσει μία σακούλα με πατατάκια στο παρεό της για να μάς ταΐζει, ο Θανάσης να βάζει το ‘’Like a Prayer’’ της Μαντόνα και τριάντα περίπου άτομα να χοροπηδάμε τραγουδώντας, χωρίς να γνωρίζουμε ότι ήταν το κομμάτι που θα έκλεινε το αυθόρμητο πάρτι μας —ας πούμε απλά ότι ο Θανάσης μάς άφησε έτσι ένα συλλογικό τραύμα, καθώς έκτοτε, όποτε ακούμε Μαντόνα, φοβόμαστε ότι μία καλή ιστορία έχει φτάσει στο τέλος της.
Αυτές ήταν οι πρώτες εικόνες και σκέψεις που ήρθαν στο μυαλό μου, όταν ο Γιάννης Κοροβέσης μού ζήτησε να γράψω πώς θα ήταν για μένα το ιδανικό beach bar. Προχωρώντας σε μία μικρή έρευνα στο ίντερνετ (όχι τόσο από δημοσιογραφική, όσο από προσωπική διαστροφή), πέτυχα το άρθρο «Μπιτσόμπαρο, μία λέξη της εποχής» στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, με το παρακάτω σχόλιο αναγνώστη που έβαλε σε λέξεις τον βασικότερο σχετικό προβληματισμό μου: «Έχω περάσει καλά σε μπιτς μπαρ. Μαζεμένα, συχνά με καλή μουσική. Σε μπιτσόμπαρα συνήθως όχι. Έχουν επεκτατικές διαθέσεις». Ένα σχόλιο τόσο εύστοχο που θα ήθελα να απαντήσω με την ατάκα «Φέρε μου τον έλεγχο να σου βάλω άριστα!», που είχε πει ο ηθοποιός Αθηνόδωρος Προύσαλης στην ελληνική ταινία Μία Ιταλίδα Απ’ την Κυψέλη.
Στο μυαλό μου, το ιδανικό beach bar είναι μικρό, εναρμονισμένο με το φυσικό περιβάλλον, έχει καλή μουσική που δεν ενοχλεί με κακόγουστα ντεσιμπέλ από ογκώδη ηχεία, σερβίρει παγωμένες μπίρες, τίμια ποτά και μετρημένα στα δάχτυλα κλασικά κοκτέιλ —οι χάρτινες χρωματιστές ομπρελίτσες και οι οδοντογλυφίδες με μεταλλιζέ σιντριβάνι είναι προαιρετικά διακοσμητικά, αλλά μιλούν πάντα στην καρδιά όσων μεγαλώσαμε με την ταινία ”Cocktail” και τον Tom Cruise να σερβίρει δροσερά long drinks φορώντας μισάνοιχτα καλοκαιρινά πουκάμισα, κοκκάλινα μαύρα γυαλιά και το πιο γοητευτικό χαμόγελο, ενώ στο soundtrack οι Beach Boys τραγουδούν “Tropical drink melting in your hand / We’ll be falling in love / To the rhythm of a steel drum band / Down in Kokomo”.
Αντιθέτως, οι πιο πρόσφατες εμπειρίες μου από μπιτσόμπαρα τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο επαγγελματικών ταξιδιών μου στη Μύκονο και στα Χανιά, αποδείχθηκαν αναμενόμενα δυσάρεστες, καθώς η οχλοβοή των ξέφρενων καλοκαιρινών καρναβαλιστών σε συνδυασμό με τη μουσική χάβρα που προκαλείται από τα επιβλητικά ηχεία των διαδοχικών μπιτσόμπαρων μού προκαλούν ναυτία χειρότερη από μποφόρ που θέτουν σε ισχύ απαγορευτικό απόπλου και καθιστούν αδύνατη οποιαδήποτε απόλαυση.
Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι φταίει και η ηλικία μου, την οποία μαρτυρά η αναφορά στην ταινία Cocktail, αλλά, με το χέρι στην καρδιά, δεν θυμάμαι να διασκέδασα ποτέ πραγματικά σε τέτοιου είδους μπιτσόμπαρα, ούτε ως έφηβη στην πενταήμερη στη Ρόδο, ούτε στα 20+ μου σε καλοκαιρινές διακοπές με κοριτσοπαρέες, ούτε καν στην Ίο φλερτάροντας με ηλιοκαμένους Ιταλούς και τον πιο καλλίγραμμο Γάλλο πυροσβέστη.
Θυμάμαι, όμως, πολλά χρόνια πριν, να είμαι ξαπλωμένη σε μία παραλία στο Δερβένι, ακριβώς στο σημείο που σκάει το κύμα, και να μου φέρνουν στο χέρι τζιν τόνικ από ένα υποτυπώδες μικρό beach bar εκεί. Θυμάμαι να νιώθω ευτυχισμένη με μία frozen μαργαρίτα σε μία αυτοσχέδια παραθαλάσσια παράγκα κάπου στη Σκιάθο. Θυμάμαι, πρόσφατα, να κοιτάω το ερειπωμένο ξύλινο beach bar ενός παραθαλάσσιου ξενοδοχείου στον Ωρωπό και να σκέφτομαι ότι θα ήθελα κάποιος σαν τον Tom Cruise να του δώσει ζωή ξανά, ζωή διαφορετική από εκείνη από την οποία σφύζουν τα μπιτσόμπαρα στην κοντινή παραλία του Φάρου, αφαιρώντας την ομορφιά συνυφασμένη με την cult γοητεία ενός μέρους που μεγάλωσα να αγαπώ.
Η ομηρική φράση της Ιλιάδας «παρά θίν’ αλός» σημαίνει δίπλα στη θάλασσα. Το ιδανικό μπιτς μπαρ για μένα ονομάζεται Μπάρα θίν’ αλός, δεν έχει ξαπλώστρες και λειτουργεί ως καταφύγιο για όσους αναζητούν το μέρος όπου τελειώνουν όλες οι καλές ιστορίες. Και κάθε σούρουπο, για να ανακοινώσουν το last call, φίλοι DJs που αγαπούν απενοχοποιημένα τη μουσική παίζουν το “Like a Prayer” της Μαντόνα στα μικρά του ηχεία.
Ελίνα Δημητριάδη – Δημοσιογράφος, συντάκτρια μόδας στη Vogue Greece, υπεύθυνη τύπου στην Athens Kallithea FC