Η ιστορία του τζιν, μέρος ΙΙ: το Gin Craze με τα επικά, λονδρέζικα μεθύσια του
Γιαννης Κοροβεσης•Articles
Πώς το τζιν από θεραπεία έγινε μάστιγα και το Λονδίνο μέθυσε, στην κυριολεξία, με αυτό.
Το τζιν δεν ήταν πάντα αυτό που είναι σήμερα. Λογικό, αν συνειδητοποιήσουμε τους αιώνες ιστορίας της απόσταξης, αλλά και του ίδιου του αποστάγματος. Και πόσο συναρπαστική αυτή η ιστορία! Ένα ταξίδι μέσα από ταραγμένα χρόνια και στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες της εποχής, από το οποίο γεννήθηκε μια αλχημιστική συνταγή, ένα απόσταγμα, το οποίο τους επόμενους αιώνες κατέκτησε τον κόσμο, είτε ως βασικό συστατικό σε κοκτέιλ είτε σερβιρισμένο με τόνικ. Πριν όμως από όλα αυτά που σήμερα αποτελούν καθημερινότητά μας, είχαν προηγηθεί τα πρώιμα χρόνια του, για τα οποία διαβάσατε στο πρώτο μέρος, αλλά και τα μετέπειτα, σκοτεινά της Αγγλίας, χρόνια ηθικής και υγειονομικής κατάρρευσης, χρόνια αποκτήνωσης για την κοινωνία. Εκείνα τα χρόνια ήταν που μεταξύ άλλων, χάρισαν και διάφορα παρατσούκλια στο τζιν· το αποκάλεσαν ‘’Mother’s ruin’’ και ‘’Madame Geneva’’ — μια ειρωνική προσωποποίηση του ποτού ως θηλυκή, σαγηνευτική καταστροφή— ως αποκλειστικό υπεύθυνο για την εποχή που ονομάστηκε Gin Craze και για λόγους που θα περιγράψω στη συνέχεια. Σε αυτό το δεύτερο μέρος της ιστορίας του τζιν, εξετάζουμε πώς από ευλογία έγινε κατάρα — και γιατί το Λονδίνο του 18ου αιώνα κυριολεκτικά πνίγηκε στο ποτό.
Η ιστορία του τζιν συνεχίζεται: Το Gin Craze σαρώνει το Λονδίνο
Βρισκόμαστε λοιπόν στις αρχές του 18ου αιώνα, περίοδο κατά την οποία και με τη βοήθεια των νομοθετικών πράξεων που είχαν προηγηθεί, το τζιν είχε γίνει ασύγκριτα δημοφιλές και —το κυριότερο— πάμφθηνο, τόσο για να το φτιάξει, όσο και για να το καταναλώσει κάποιος. Πολύ σύντομα, κάθε γωνιά του Λονδίνου είχε κι από έναν πάγκο ή κάποιο κατάστημα, που σέρβιρε τζιν. Πήγαινες στον μπαρμπέρη για να κουρευτείς και μπορούσες να αγοράσεις τζιν, το έβρισκες στους φούρνους της γειτονιάς ή στα μανάβικα, πλανόδιοι μικροπωλητές το πουλούσαν μαζί με μπιχλιμπίδια και κάθε λογής εμπορεύματα, ακόμη και αμφιβόλου προέλευσης, το τζιν ήταν κυριολεκτικά παντού! Αρχεία της εποχής έχουν μάλιστα καταγράψει πως υπήρχαν περί τα 7,000 διαφορετικά καταστήματα που πουλούσαν τζιν —κι αυτά μόνο στο Λονδίνο— ενώ ετησίως παράγονταν δέκα εκατομμύρια γαλόνια!
Τζιν, φτώχεια και φιλότιμο
Το εντυπωσιακά παράδοξο ήταν πως η φορολογία του ήταν σχεδόν μηδαμινή, πιο φθηνή ακόμη κι από την αντίστοιχη της μπίρας. Ο φόρος κατανάλωσης που πλήρωναν οι παραγωγοί του τζιν στο κράτος ήταν εκείνη την εποχή τέσσερις πένες για κάθε γαλόνι που παρήγαν και εμφιάλωναν, ενώ οι ζυθοποιοί, την ίδια ακριβώς περίοδο, πλήρωναν τέσσερα σελίνια και εννιά πένες για κάθε γαλόνι μπίρας!
“Drunk for 1 penny, dead drunk for tuppence, straw for nothing!” – αυτή ήταν μια από τις πιο συνηθισμένες επιγραφές σε ταβέρνες και πανδοχεία του Λονδίνου και περιέγραφε επακριβώς —και με χιούμορ— την ευκολία με την οποία μπορούσε κάποιος να μεθύσει με τζιν. Θα μπορούσαμε να το αποδώσουμε ελεύθερα στα ελληνικά κάπως έτσι: «Με μια δεκάρα γίνεσαι, με δυο έχεις λιώσει στο μεθύσι – κι ο ύπνος στο πάτωμα, κερασμένος!» (δηλαδή αν λιποθυμήσεις από το μεθύσι, σε αφήνουν να κοιμηθείς πάνω στο άχυρο χωρίς χρέωση).

Η επιγραφή στο μπαρμπέρικο γράφει «Ξύρισμα κι ένα ποτήρι τζιν με μια πένα »
Gin Craze και κοινωνική κατάρρευση: μια σκοτεινή σελίδα στην ιστορία του τζιν
Τα χρόνια όμως που ακολούθησαν, αυτά που έγιναν παγκοσμίως γνωστά ως Gin Craze, κατά τη διάρκεια των οποίων το τζιν καταναλωνόταν υστερικά και με τρέλα, είχαν και κοινωνικό υπόβαθρο, δεν ευθυνόταν μόνο το ίδιο το ποτό που ήταν φθηνό και εύκολα προσβάσιμο. Όπως τουλάχιστον υποστηρίζουν οι διεθνώς καταξιωμένοι ιστορικοί Jared Brown-Anistatia Miller στο πρόσφατο βιβλίο τους, ‘’A Most Noble Water’’, το Gin Craze υπήρξε ένα σύμπτωμα βαθιάς κοινωνικής απελπισίας. Οι φτωχοί του Λονδίνου ζούσαν στην αθλιότητα. Το τζιν ήταν απόδραση, ζεστασιά, ήταν μούδιασμα —όχι στο δέρμα, αλλά στην ψυχή.
Οι συνέπειες βεβαίως ήταν ολέθριες. Ένας αξιοσημείωτος αριθμός Λονδρέζων έγιναν μέσα σε λίγα χρόνια αλκοολικοί, η εγκληματικότητα αυξήθηκε, το ίδιο και η θνησιμότητα σε όλες τις ηλικίες —και στα βρέφη—, μια ολόκληρη κοινωνία σε παρακμή, σε σήψη.
Η κρατική αντίδραση
Στο χάος που επικράτησε, το κράτος προσπάθησε να αντιδράσει, σπασμωδικά και αναποτελεσματικά στην αρχή, μέσα από μια σειρά από νομοσχέδια. Η πρώτη μεγάλη και αποτυχημένη προσπάθεια ήταν το νομοσχέδιο για το τζιν του 1736, το οποίο επέβαλε έναν ειδικό φόρο 20 σελίνια επί της πώλησης κάθε γαλονιού, όπως και ένα τέλος άδειας παραγωγής 50 λιρών (εξωφρενικό ποσό για την εποχή). Ο κόσμος φυσικά αντέδρασε και το έκανε σθεναρά. Η παράνομη απόσταξη αυξήθηκε. Οι πληροφοριοδότες ξυλοκοπούνταν ή ακόμη και δολοφονούνταν. Το πρόβλημα εννοείται πως επιδεινώθηκε.
Κάποια στιγμή μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, ξεκινά δειλά δειλά μια μαζική καμπάνια κατά του τζιν, η οποία, αξίζει να σημειωθεί, πως είχε ως βασικούς εμπνευστές της, ανθρώπους της εκκλησίας, όπως και ανθρώπους του πνεύματος, συγγραφείς, δοκιμιογράφους και ζωγράφους. Το κοινωνικό πρόβλημα άλλωστε γινόταν αισθητό καθημερινώς και σχεδόν σε κάθε γωνιά της Αγγλίας. Μέχρι κι ο Ντάνιελ Ντεφόε, ο οποίος λίγα χρόνια πριν και όπως διαβάσατε και στο προηγούμενο κείμενο, υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της ελεύθερης απόσταξης, πλέον με την εκρηκτική εξάπλωση του φθηνού τζιν και τη συνεπακόλουθη κοινωνική κρίση του λεγόμενου Gin Craze, άλλαξε στάση. Σε κείμενά του, εξέφρασε την ανησυχία του ότι οι «μεθυσμένες μητέρες» θα έφερναν στον κόσμο παιδιά καχεκτικά, αδύναμα και επιβαρυμένα από τη φτώχεια και τον αλκοολισμό.
Ο William Hogarth και το Gin Lane
Κάπου εκεί έκανε την παρέμβασή του κι ο σπουδαίος ζωγράφος και κοινωνικός κριτικός William Hogarth, ο οποίος μέσα από τη διάσημη γκραβούρα του, ‘’Gin Lane’’, αποτύπωσε γλαφυρά την παρακμή της εποχής του Gin Craze· πτώματα στους δρόμους, μητέρες που δίνουν τζιν στα βρέφη τους ή τα εγκαταλείπουν, σκελετωμένοι άνδρες και άλλοι που αυτοκτονούν κρεμάμενοι επί θηλιάς σκοινιού.
Το έργο εκείνο παρουσιάστηκε δίπλα-δίπλα με το Beer Street, όπου αντιπαραβάλλονται οι χαρές της κατανάλωσης μπίρας· καλοθρεμμένοι Εγγλέζοι, άφθονο φαγητό και γενική ευδαιμονία. Οι δύο γκραβούρες λειτούργησαν αρχικά ως εργαλείο προπαγάνδας για την προώθηση του νομοσχεδίου του τζιν — αλλά φαίνεται πως η ερμηνεία τους δεν ήταν τόσο απλή. Σύγχρονοι σχολιαστές διαβάζουν στο έργο του Hogarth και μια έμμεση σάτιρα, μαζί με κοινωνική κριτική: ενώ ο λαός βουλιάζει στη φτώχεια και την απόγνωση, οι προνομιούχοι ζουν ήσυχα με το ακριβό τους ποτό. Το μήνυμα; Τζιν για τον όχλο, μπίρα για τους ευγενείς.
Το 1751, χρονιά κατά την οποία παρουσιάστηκαν και τα έργα του Hogarth, εφαρμόστηκε το δεύτερο νομοσχέδιο για το τζιν. Σύμφωνα με αυτό, απαγορευόταν η πώληση του τζιν σε κατάστημα χωρίς ειδική άδεια. Κάπως έτσι, ο αριθμός των σημείων πώλησης περιορίστηκε δραστικά. Επίσης, απαγορεύτηκαν οι περισσότερες διαφημίσεις για τζιν, ιδίως εκείνες που μέχρι τότε το προωθούσαν ως θεραπευτικό ποτό. Τέλος, εντατικοποιήθηκαν οι έλεγχοι, ειδικά στην αλυσίδα διανομής, όπως και τα πρόστιμα για την παράνομη πώληση, τα οποία μπορούσαν να επιφέρουν μέχρι και ποινή φυλάκισης.
Σε συνδυασμό με την πτώση των τιμών της μπίρας και μερικές κακές σοδειές στα σιτηρά, η κατανάλωση του τζιν άρχισε να μειώνεται. Και η κοινωνική κρίση φάνηκε σιγά-σιγά να υποχωρεί. Τουλάχιστον, προσωρινά.

Η γκραβούρα του John Bowles «Η κηδεία της Madame Geneva», σχολιάζοντας ειρωνικά τα νέα νομοσχέδια
Το πιο ευρηματικό κόλπο του gin craze: η γάτα του Bradstreet
Από εκείνη την περίοδο πάντως έχουμε και μια εκπληκτικής εφευρετικότητας κατασκευή, τον πρώτο ίσως (σχεδόν) αυτόματο πωλητή αλκοολούχων ποτών, δημιουργία του Ιρλανδού Dudley Bradstreet. Ο Bradstreet ήταν ένας τυχοδιώκτης, ο οποίος αφού έκανε τον χαφιέ για την βρετανική κυβέρνηση στην εξέγερση των Ιακωβιτών, μεταφέροντας αυτούσια τα σχέδιά τους και διαρρέοντας στους επαναστάτες αντίστοιχα λάθος πληροφορίες, έπειτα ως γνήσιος οπορτουνιστής βρήκε έναν τρόπο να παρακάμψει το κυβερνητικό νομοσχέδιο για το τζιν, παρόλο που, σύμφωνα με πληροφορίες, ήταν και ο ίδιος καταδότης για παράνομους παραγωγούς τζιν!
Στην ουσία, εκμεταλλεύτηκε ένα παραθυράκι του νόμου, το οποίο απαγόρευε στις αρχές να εισέρχονται σε ιδιωτικούς χώρους, χωρίς δικαστική εντολή ή κάποια συγκεκριμένη πληροφορία από κάποιον καταδότη. Για να υπάρξει όμως η πληροφορία, κάποιος θα έπρεπε να έχει δει τον παράνομο έμπορο αλκοόλ και να τον καταδώσει.
Ο Bradstreet είχε νοικιάσει ένα σπίτι στο όνομα ενός φίλου του, δικηγόρου, στον εξωτερικό τοίχο του οποίου κάρφωσαν ένα μικρό αγαλματίδιο γάτας. Πίσω από την πρόσοψη του τοίχου στεκόταν ο ίδιος ο Bradstreet, ο οποίος νιαούριζε κάθε φορά που κάποιος πελάτης ρωτούσε το αγαλματίδιο ‘’Puss, do you have any gin?’’. Μαζί με το νιαούρισμα, άνοιγε κι ένα συρτάρι, στο οποίο ο πελάτης έριχνε τα κέρματα και για να λάβει στη συνέχεια, μέσω ενός σωλήνα, μια μικρή ποσότητα τζιν από το πόδι της γάτας.

Αντίγραφο της γάτας του Bradstreet, στο αποστακτήριο του Beefeater
Το κόλπο του Bradstreet αντέγραψαν δεκάδες ακόμη απατεώνες της εποχής, οι οποίοι, με αυτό το ιδιότυπο, τύπου speakeasy κατασκεύασμα, κρατούσαν την κάνουλα του τζιν ανοικτή, ακόμη και εκείνους τους, χαλεπούς για τους λαθρεμπόρους, καιρούς.
Μέχρι το τέλος εκείνης της εποχής, το τζιν είχε κατοχυρωθεί στη συνείδηση του κόσμου ως ένα ποταπό ποτό, ένα ποτό που έφερνε την καταστροφή, σύμβολο της κοινωνικής και ηθικής αποκτήνωσης. Ήταν το ποτό των φτωχών και των απελπισμένων. Κι όλα αυτά κορυφώθηκαν μέσα σε σχεδόν δυο δεκαετίες.
Διαβάστε στο τελευταίο μέρος της τριλογίας για την ιστορία του τζιν: πώς κατάφερε να επιζήσει μέσα από όλο αυτό το ζοφερό τοπίο, να αποκτήσει αξιοπρέπεια και να βρει τη θέση του σε κάθε μπαρ του κόσμου, από το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, μέχρι την Αθήνα, το Κέιπ Τάουν και τη Σιγκαπούρη.